- μυθογραφώ
- (ε) ο μετ.1) писать басни, сказки, мифы; 2) быть собирателем мифов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυθογραφώ — (Α μυθογραφῶ, έω) [μυθογράφος] συνθέτω μύθους («τὰ περὶ τὴν Ὀδυσσέως πλάνην μυθογραφήσαντος τοῡτον τὸν τρόπον», Στράβ.) νεοελλ. συλλέγω μύθους από προφορικές αφηγήσεις ατόμων, τούς καταγράφω και ασχολούμαι συστηματικά με τη μελέτη και την… … Dictionary of Greek
μυθογράφῳ — μῡθογράφῳ , μυθογράφος writer of legends masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)